Χιλιάδες ζευγάρια στη λίστα αναμονής: «Οδύσσεια» η υιοθεσία ενός παιδιού, αφού μπορεί να χρειαστεί μέχρι και επτά χρόνια!

Το τελευταίο διάστημα η ελληνική κοινωνία είναι διχασμένη για το αν θα πρέπει να μπορούν να υιοθετούν παιδιά τα ομόφυλα ζευγάρια, όμως στη λίστα αναμονής, πριν από τα ομόφυλα ζευγάρια, βρίσκονται χιλιάδες ετερόφυλα τα οποία υποβάλλονται εδώ και αρκετά χρόνια στη βασανιστική διαδικασία του «περίμενε» για να υιοθετήσουν ένα παιδί.
ο μέσος χρόνος αναμονής για να τεκνοθετήσει ένα ζευγάρι κυμαίνεται περίπου στα επτά χρόνια, ενώ μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 15, με τους υποψήφιους γονείς να υποβάλλονται σε εξαντλητικά τεστ και ελέγχους, ώστε να διαπιστώσουν οι Αρχές ότι είναι όντως ικανοί να μεγαλώσουν ένα παιδί που σήμερα βρίσκεται σε ένα ίδρυμα.
110 παιδιά για 2.604 γονείς
Στην Ελλάδα υπάρχουν λίγα παιδιά για υιοθεσία και πολύ περισσότεροι υποψήφιοι γονείς. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στο σύστημα της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής, τον Ιανουάριο του 2024 στα ιδρύματα όλης της επικράτειας υπάρχουν 1.265 παιδιά (από 1.351 τον Ιούλιο του 2023). Από αυτά, προς υιοθεσία είναι μόνο 110, ενώ άλλα 110 βρίσκονται σε αυτό που οι Αρχές αποκαλούν «διαδικασία σύνδεσης». Πρόκειται για τη γνωριμία και την επαφή μεταξύ του παιδιού και των υποψήφιων γονέων. Τα παιδιά αυτά φιλοξενούνται στις δημόσιες, ιδιωτικές και εκκλησιαστικές δομές προστασίας ανηλίκων. Συγκεκριμένα, από τα 512 που φιλοξενούνται σε δημόσιες δομές μόλις 47 είναι διαθέσιμα προς υιοθεσία, ενώ στις ιδιωτικές και εκκλησιαστικές δομές φιλοξενούνται 753 παιδιά, από τα οποία μόλις 63 παιδιά έχουν προοπτική υιοθεσίας. Τα υπόλοιπα παιδιά βρίσκονται σε νομική διαδικασία επιστροφής στις φυσικές τους οικογένειες, προς αναδοχή, ή είναι ΑμεΑ - για τα οποία ακολουθούνται διαφορετικές διαδικασίες.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε εκκρεμότητα (ή προώθηση) σήμερα υπάρχουν 2.604 αιτήσεις, οι οποίες έχουν κατατεθεί ηλεκτρονικά και αναμένουν τη δική τους σειρά προτεραιότητας. Από το 2020 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2023 ολοκληρώθηκαν συνολικά 789 υιοθεσίες σε ολόκληρη τη χώρα. Από αυτές, οι 194 ολοκληρώθηκαν στη διάρκεια του περασμένου έτους και η ελπίδα είναι ότι άλλες τόσες τουλάχιστον θα γίνουν φέτος. Από τις 2.604 αιτήσεις υιοθεσίας έχει ελεγχθεί ποσοστό που ξεπερνά το 50%, ενώ από τις 331 αιτήσεις για αναδοχή, οι 79 καταχωρήθηκαν στο μητρώο υποψήφιων ανάδοχων γονέων.
Οι παραπάνω αριθμοί αφορούν τα παιδιά. Για τα βρέφη υπάρχει άλλη λίστα αναμονής, η οποία είναι (πολύ) μεγαλύτερη, ενώ τα προς υιοθεσία νεογνά είναι πολύ λιγότερα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (αφορούν το β' τρίμηνο του 2023), διαθέσιμα προς υιοθεσία μωρά, ηλικίας 0 έως 2 ετών, είναι μόλις 4 αγόρια και ένα κορίτσι και προς αναδοχή ίδιας ηλικίας 5 αγόρια και 4 κορίτσια. Μεγαλύτερα από 2 ετών ως 6, προς υιοθεσία είναι τρία αγόρια (21 αγόρια και 12 κορίτσια προς αναδοχή), από 6 ως 12 ετών είναι 27 αγόρια και 19 κορίτσια (122 αγόρια και 86 κορίτσια προς αναδοχή), από 12 ως 15 ετών είναι από 29 αγόρια και κορίτσια (προς αναδοχή 79 αγόρια και 111 κορίτσια) και από 15 ως 18 ετών, περιμένουν 14 αγόρια και 23 κορίτσια (ενώ αντίστοιχα για αναδοχή σε αυτή την ηλικία, 64 αγόρια και 68 κορίτσια).
Ποια είναι η νόμιμη διαδικασία;
Οι υποψήφιοι γονείς μπαίνουν στην κρατική ψηφιακή πλατφόρμα, συμπληρώνουν τα στοιχεία που απαιτούνται και θέτουν, εάν έχουν, τα κριτήρια των προτιμήσεών τους σχετικά με το φύλο του παιδιού, την ηλικία κ.λπ. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι να μην έχουν κάποιο σοβαρό νόσημα που να απειλεί τη ζωή τους, να έχουν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους και να μην υπερβαίνουν τα 60, καθώς και να μην έχουν διαφορά ηλικίας με το παιδί μικρότερη των 18 χρόνων και μεγαλύτερη των 50 (αρκεί οι προϋποθέσεις αυτές να ικανοποιούνται από τον έναν υποψήφιο γονέα, εάν πρόκειται για ζευγάρι). Προβλέπεται εξαίρεση μόνο εφόσον πρόκειται για υιοθεσία τέκνου του συζύγου εκείνου που υιοθετεί ή αν συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να συναινέσουν στην υιοθεσία και οι φυσικοί γονείς του υιοθετούμενου ανηλίκου (ή ο επίτροπός του, αν αυτοί δεν βρίσκονται στη ζωή), κάτι που επιτρέπεται μετά τους πρώτους 3 μήνες από τη γέννηση του παιδιού. Συναίνεση μπορεί να δώσει και ο υιοθετούμενος αν έχει συμπληρώσει τα 12 του χρόνια.
Αφού συγκεντρώσουν και τα απαραίτητα έγγραφα και πιστοποιητικά που θα υποβάλουν (για παράδειγμα, το λευκό ποινικό μητρώο), τότε αρχίζει η αναμονή. Η αίτηση που έχουν κάνει διαβιβάζεται στο δικαστήριο (άλλωστε πρόκειται για δικαστική διαδικασία) και αναμένεται να οριστεί κοινωνικός λειτουργός που θα ελέγξει την ικανότητα των υποψηφίων να αναθρέψουν ένα παιδί. Αυτή η αναμονή, μπορεί να ξεπεράσει και το ένα έτος λόγω της μεγάλης έλλειψης σε κοινωνικούς λειτουργούς.
Η διαδικασία του ελέγχου και της αξιολόγησης, είναι εξοντωτική. Οι κοινωνικοι λειτουργεί οφείλουν να γνωρίζουν πού θα πάει το παιδί». Οι κοινωνικοί λειτουργοί , που συνήθως δεν είναι ένας, πραγματοποιούν επισκέψεις στην κατοικία των υποψήφιων γονέων, ελέγχουν τους χώρους και την υγιεινή τους, καθώς και τον χώρο στον οποίο θα φιλοξενηθεί το παιδί. Οι υπάλληλοι της Κοινωνικής Υπηρεσίας κάνουν σειρά συνεντεύξεων με τους υποψηφίους για να αξιολογήσουν την προσωπικότητά τους και την ψυχική τους υγεία, ενώ συχνά πραγματοποιούν συνεντεύξεις με πρόσωπα του περιβάλλοντός τους - οικογενειακού, επαγγελματικού, ακόμα και γείτονες. Η κοινωνική έρευνα εξετάζει τη γονεϊκότητα, το κατά πόσο δηλαδή ένας άνθρωπος ή ζευγάρι είναι έτοιμο να γίνει γονέας. Η αξιολόγηση αποτελείται από περίπου 10 ή και περισσότερες συναντήσεις των υποψηφίων με τους κοινωνικούς λειτουργούς, την κοινωνική έρευνα στον τόπο κατοικίας του αιτούντος και στο οικογενειακό του περιβάλλον και, στο τέλος, παραδίδονται δύο επιστολές από πρόσωπα (τα οποία με τη σειρά τους θα πρέπει να έχουν οικογένεια και ένα κοινωνικό υπόβαθρο) τα οποία θα εγγυώνται για το ποιόν και την ικανότητα των υποψηφίων να υιοθετήσουν παιδί.
Ταυτόχρονα συλλέγονται στοιχεία για την οικονομική/περιουσιακή κατάσταση των υποψηφίων για να υιοθετήσουν. Δεν υπάρχουν σαφείς οικονομικές προϋποθέσεις παρά μόνο ελέγχεται εάν οι γονείς έχουν την ευχέρεια να μεγαλώσουν ένα παιδί και να του προσφέρουν ένα σταθερό, ασφαλές περιβάλλον. Ετσι, για παράδειγμα, προτιμάται οι υποψήφιοι να έχουν σπίτι ιδιοκτησίας τους, να μην έχουν χρέη και να διαθέτουν σταθερό εισόδημα. Είναι πολύ συνηθισμένο να ζητείται μια απόδειξη ότι κάποια περιουσιακά στοιχεία θα περάσουν στην ιδιοκτησία του υιοθετούμενου παιδιού.
Αφού ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, οι κοινωνικές υπηρεσίες συντάσσουν μια έκθεση η οποία έχει τη μορφή της τεκμηριωμένης γνωμοδότησης. Αυτή η εισήγηση παραδίδεται και στο δικαστήριο το οποίο θα τη λάβει υπόψη του για να αποφανθεί θετικά ή αρνητικά περί της καταλληλόλητας των γονέων και άρα να κάνει δεκτή την αίτησή τους να μπουν στο Μητρώο των υποψηφίων για να υιοθετήσουν ένα παιδί (Ειδικό Μητρώο Υποψήφιων Θετών και Αναδόχων Γονέων). Εδώ χρειάζεται μεγάλη υπομονή και επιμονή από τους υποψήφιους γονείς, καθώς η επταετία αναμονής είναι σχεδόν στάνταρ. Αν υποτεθεί ότι βρίσκεται το παιδί και όλα πάνε καλά, η τυπική διαδικασία συνεχίζεται.
Οπως εξηγούν οι υπάλληλοι που ειδικεύονται στις υιοθεσίες, «οι διαδικασίες μπορεί να είναι χρονοβόρες, όμως δεν είναι αυτές που κρατούν τους υποψήφιους γονείς στην αναμονή. Είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν παιδιά». Η συντριπτική πλειοψηφία των υποψήφιων γονέων, στα κριτήρια που θέτει για την υιοθεσία παιδιού είναι η μικρή ηλικία.
«Ολοι θέλουν μικρά στην ηλικία, κάτω των 6 ετών, υγιή και λευκά. Τα υπόλοιπα κανείς δεν τα θέλει». Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αργούν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες ή αυτές του ελέγχου, αλλά, ακόμα και αν έτρεχαν, οι υποθέσεις θα έμεναν στάσιμες, αφού δεν θα υπήρχε επιλέξιμο παιδί. Ετσι, μπορεί να χρειάζεται ένας χρόνος για να τοποθετηθεί κοινωνικός λειτουργός, αλλά κατά μέσον όρο χρειάζονται από τρία έως επτά χρόνια για να εντοπιστεί ένα παιδί σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν θέσει οι γονείς.
Τι κάνουν οι κοινωνικές υπηρεσίες
Οι κοινωνικές υπηρεσίες, που έχουν ως μοναδικό μέλημα την προστασία του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, τείνουν να δείχνουν μια ιδιαίτερη προτίμηση στους υποψηφίους που είναι νεότεροι στην ηλικία και δείχνουν ικανοί να του προσφέρουν ασφάλεια και ευζωία. Ακόμα κι έτσι όμως, η λίστα είναι μακρά, καθώς -όπως δείχνουν και οι αριθμοί που είδαμε παραπάνω- τα βρέφη είναι ελάχιστα και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας πολύ λίγα. Κατά μέσον όρο δίνονται 12 βρέφη κατ' έτος (φέτος δεν υπάρχουν περισσότερα από 5), ενώ οι υποψήφιοι είναι περισσότεροι από 200. Λογικό είναι, λοιπόν, οι υποψήφιοι γονείς που έχουν επιλέξει μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά για υιοθεσία να ολοκληρώνουν πιο γρήγορα τη διαδικασία.
Στο μεταξύ, οι γονείς έχουν επιλέξει μια κοινωνική υπηρεσία στην οποία παρακολουθούν μια σειρά από εκπαιδευτικά και επιμορφωτικά σεμινάρια που τους προετοιμάζουν για την υιοθεσία. Τα σεμινάρια αυτά είναι υποχρεωτικά και διεξάγονται από εξειδικευμένους επιστήμονες, κυρίως νομικούς, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς. Και αυτή η διαδικασία μπορεί να κρατήσει μέχρι και ένα έτος.
Σε κάθε περίπτωση, ο κοινωνικός λειτουργός που έχει χρεωθεί τους υποψήφιους γονείς και έχει όλα τα στοιχεία γι' αυτούς, όταν έρθει η σειρά προτεραιότητάς τους, εάν θεωρήσει ότι υπάρχει κατάλληλο παιδί για να υιοθετήσουν, έρχεται σε επικοινωνία με συνάδελφό του ο οποίος έχει αναλάβει ένα παιδί προς υιοθεσία (έχει, δηλαδή, διεξαγάγει ανάλογη κοινωνική έρευνα για την καταλληλότερη οικογένεια να φιλοξενήσει το παιδί και έχει συντάξει μια λίστα κριτηρίων). Μαζί συνεκτιμούν τα κριτήρια και αν συμφωνήσουν πως υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των δύο πλευρών τις φέρνουν σε επικοινωνία. Αυτή είναι μια άλλη διαδικασία, στην οποία οι υποψήφιοι θετοί γονείς υπάγονται -με ηλεκτρονική τους αίτηση- στο Ειδικό Μητρώο της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας και ξεκινά η επικοινωνία τους με το παιδί. Για να γνωριστεί το παιδί με την υποψήφια οικογένειά του πραγματοποιείται σειρά συναντήσεών του μαζί της. Το διάστημα της γνωριμίας συνήθως κρατά από 6 μήνες μέχρι ένα έτος και, στη συνέχεια, το παιδί εγκλιματίζεται στον χώρο που θα γίνει το νέο του σπίτι. Μένει, δηλαδή, για ένα διάστημα στο σπίτι των θετών του γονέων, δοκιμαστικά, για ένα εξάμηνο. Εάν όλα πάνε καλά, η διαδικασία συνεχίζεται.
Οι υποψήφιοι γονείς, τώρα, πρέπει μέσω του δικηγόρου τους να υποβάλουν αίτηση υιοθεσίας στο δικαστήριο, για την ακρίβεια στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου της συνήθους διαμονής του ανήλικου παιδιού. Αφού ελεγχθούν από το δικαστήριο οι νόμιμοι όροι της υιοθεσίας, η νομιμότητα αλλά και η σκοπιμότητά της, δηλαδή αν λειτουργεί υπέρ του υιοθετούμενου τέκνου, εκδίδεται η τελεσίδικη δικαστική απόφαση αποδοχή της αίτησης των υποψήφιων θετών γονέων. Η διαδικασία όμως δεν τελειώνει εδώ.
Η απόφαση αυτή επιδίδεται σε εισαγγελέα ο οποίος και την ελέγχει και, αν όλα είναι καλά, η απόφαση τελεσιδικεί.
Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου κρατάει χρόνια -λόγω του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων- και, όταν ολοκληρωθεί, οι θετοί γονείς έχουν άλλη μια τυπική εκκρεμότητα μπροστά τους. Τώρα θα πρέπει να εγγράψουν τα στοιχεία της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στο Ληξιαρχείο, ώστε να εγγραφεί το παιδί στην οικογενειακή μερίδα τους και ταυτόχρονα να διαγραφούν οριστικά τα στοιχεία των βιολογικών γονέων. Με αυτόν τον τρόπο ιδρύεται η συγγενική σχέση του υιοθετούμενου ανηλίκου με τους θετούς γονείς και οι βιολογικοί γονείς χάνουν κάθε δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο.
Οι ιδιωτικές Υιοθεσίες
Η εξοντωτικά δύσκολη και βασανιστικά αργή διαδικασία για την υιοθεσία ενός παιδιού απογοητεύει μια μεγάλη μερίδα υποψήφιων γονέων, οι οποίοι εφόσον έχουν τη δυνατότητα φυσικά, καταφεύγουν στη λύση της (φαινομενικά νόμιμης) ιδιωτικής υιοθεσίας. Σε αυτή παρακάμπτουν τις πολυετείς διαδικασίες, ερχόμενοι σε συμφωνία με τους φυσικούς γονείς του για την υιοθεσία του. Εδώ, η διαδικασία δεν είναι καθόλου χρονοβόρα, καθώς ουσιαστικά χρειάζεται μια συμβολαιογραφική πράξη με την οποία οι φυσικοί γονείς θα παραιτούνται των δικαιωμάτων τους από το παιδί και θα το δίνουν προς υιοθεσία στους υποψηφίους με τους οποίους έχουν συμφωνήσει. Η όλη διαδικασία μπορεί να κρατήσει μέχρι και κάποιες εβδομάδες, μέχρι το παιδί να φτάσει στο νέο του σπίτι, στο οποίο θα μεγαλώσει.
Εάν το τέκνο που προκύπτει από μια ανεπιθύμητη κύηση ή ένα παιδί από μια οικογένεια που δεν έχει τη δυνατότητα να το αναθρέψει και δίνεται για να σωθεί, τότε, το κόστος της υιοθεσίας δεν είναι μεγαλύτερο από την αμοιβή του συμβολαιογράφου που θα κάνει την πράξη και τα έξοδα παράστασης του δικηγόρου της τυπικής διαδικασίας στο δικαστήριο.
Εάν όμως κάποιοι ενδιάμεσοι φέρουν σε επαφή τους υποψήφιους γονείς με τους φυσικούς και συμφωνούν, συχνά πριν καν τη γέννηση του παιδιού για την υιοθεσία του, τότε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η ταρίφα ξεκινά από τα 20.000 ευρώ. «Τα χρήματα αυτά, συνήθως δεν τα παίρνουν οι φυσικοί γονείς του παιδιού (μόνο ένα μικρό τους μέρος) αλλά οι ενδιάμεσοι, οι οποίοι και κανονίζουν την ολοκλήρωση της υιοθεσίας. Αυτοί, άλλωστε, πλησιάζουν, συνήθως μέσω τρίτων (δικηγόρων, γιατρών, νοσηλευτών, νοσοκόμων κ.ά.), τους υποψήφιους γονείς, τους προτείνουν τη "λύση" και αναλαμβάνουν να "πείσουν" τη φυσική οικογένεια να δώσει το παιδί για υιοθεσία».
Δυστυχώς αυτή η διαδικασία εκτός του ότι είναι ακριβή και είναι μόνο τύποις νόμιμη, εμπεριέχει άλλους κινδύνους.
Για παράδειγμα, το πιο συνηθισμένο: να επανεμφανίζονται, έπειτα από ένα διάστημα και όταν η διαδικασία υιοθεσίας βρίσκεται ένα βήμα προτού ολοκληρωθεί στο δικαστήριο, οι φυσικοί γονείς και να δηλώνουν στους θετούς ότι το μετάνιωσαν, ότι πεθύμησαν το παιδί, έκαναν λάθος και θέλουν να το πάρουν πίσω. Αυτό, βέβαια, είναι ένας συγκαλυμμένος εκβιασμός προς τους θετούς γονείς, με απώτερο σκοπό να τους πανικοβάλλει και να τους «πείσει» να προσφέρουν κι άλλο χρηματικό ποσό, όσο το δυνατό μεγαλύτερο.
Υιοθεσίες από το εξωτερικό
Δημοφιλείς, τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της καθυστέρησης των διαδικασιών στην Ελλάδα, ήταν οι υιοθεσίες παιδιών από χώρες του εξωτερικού. Ειδικά σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, ήταν πολύ εύκολο και πολύ φθηνό να υιοθετήσει κανείς ένα από τα πολλά παιδιά που βρίσκονταν σε ορφανοτροφεία. Αυτό έχει ατονήσει τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό γιατί έχουν αλλάξει οι διαδικασίες που ακολουθούνται πλέον από τα κράτη, με σκοπό να καταπολεμηθεί το εμπόριο βρεφών και παιδιών που είχε φουντώσει, με ανθρώπους απ' όλο τον κόσμο να αγοράζουν παιδιά από κυκλώματα εκείνων των χωρών. Πλέον, οι διαδικασίες στις περισσότερες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ δεν διαφέρουν κατά πολύ με αυτές των δυτικών χωρών (όπως και της δικής μας), καθώς οι υποψήφιοι γονείς ελέγχονται εξονυχιστικά.